- πιοτί
- το, Ν1. ποτό, ιδίως οινοπνευματώδες2. οινοποσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πιοτό, κατά το φαγί].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιοτής — ο, Ν [πιοτί / πιοτό] πότης, μέθυσος … Dictionary of Greek
πότος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεολόγου. * * * ο, ΝΑ 1. πολλή μεγάλη κατανάλωση ποτών 2. οινοποσία, φαγοπότι, γλέντι (α. «τραγούδια τού πότου» β. «πορευομένους ἐν… … Dictionary of Greek
πιοτό — πιοτό, το και πιοτί, το ποτό οινοπνευματώδες: Τον κατέστρεψε το πιοτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιόσιμο — το η πράξη του πίνω, η πόση, αλλιώς πιοτί: Στο πιόσιμο δεν τον φτάνει κανείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)